- ἀειγενετάων
- ἀειγενετά̱ων , ἀειγενέτηςeverlastingmasc gen pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευνώ — κατευνῶ, άω (Α) 1. βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζω, κατευνάζω («ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν ἀειγενετάων ῥεῑα κατευνάσαιμι», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με αιμορραγία) σταματώ, παύω, ανακόπτω («αἱμάδα... ἠπίοισι φύλλοις κατευνάσειεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek